καμουκάς

καμουκάς
καμουκάς, ὁ (Μ)
βλ. καμουχάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καμουχάς — και καμπουχάς και καπχάς, ο και καμούχο, το (Μ καμουκάς και καμοχάς και καμπουχάς και χαμουχάς) βαρύτιμο υφαντό ύφασμα από μετάξι, με πολύχρωμη διακόσμηση κλάδων και ανθέων μσν. επενδύτης και καμουχένιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemha] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”